υστερόπρωτο

υστερόπρωτο
το / ὑστερόπρωτον, ΝΜΑ
(ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ὑστερόπρωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υστερόπρωτο — το το πρωθύστερο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερόπρωτος — ον, Α 1. πρωθύστερος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υστερόπρωτο. επίρρ... ὑστεροπρώτως Α κατά πρωθύστερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πρῶτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”